
Όταν συμβαίνει κάποιο ατύχημα ή δυστύχημα, αλλάζουν οι ζωές όλων των αμέσως και εμμέσως εμπλεκομένων. Αρχίζουν οι διαδικασίες αποζημίωσης από τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες μπορεί να καταλήξουν σε δικαστικές διαμάχες. Αρχίζει επίσης η διαδικασία αποκατάστασης της υγείας του τραυματισθέντος προσώπου, η οποία επηρεάζει όλο το οικογενειακό του περιβάλλον και τους ανθρώπους που θα τον περιθάλψουν. Σε περίπτωση θανάτωσης εμπλεκομένου σε τροχαίο, εκκινούν διαδικασίες κληρονομικού δικαίου, οι άμεσες φροντίδες εκ μέρους των συγγενών, όπως η κηδεία του προσώπου που θανατώθηκε. Το πιο επίπονο όμως για την οικογένεια του εκλιπόντος είναι η έναρξη του πένθους, ο αποχωρισμός και η μακρά διαδικασία επούλωσης των ψυχικών τραυμάτων όλων των επηρεαζόμενων από το δυστύχημα.
Εν όψει των ανωτέρω, είναι σαφές πως τα χρήματα δεν θα φέρουν πίσω τον εκλιπόντα, ούτε ότι μπορούν ενδεχομένως να ξαναδώσουν πλήρως πίσω την υγεία κάποιου που κατέστη ανάπηρος ή τυχόν παραμορφώθηκε από τις συνθήκες του ατυχήματος.
Ο νόμος προβλέπει για την αποζημίωση όλων των ανωτέρω προσώπων από τον υπαίτιο του δυστυχήματος ή ατυχήματος, με την έννοια της αντιμετώπισης της περιουσιακής ζημίας και των εξόδων των ζημιωθέντων, αλλά και της επιδίκασης ηθικής βλάβης για να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα αυτά για την ανακούφιση μέρους του ψυχικού πόνου της οικογένειας και του θύματος.
Αν υπάρξει θανάτωση προσώπου, ο υπαίτιος οφείλει να καταβάλει τα νοσήλια και τα έξοδα της κηδείας στην οικογένεια του θανόντος. Έχει επίσης την υποχρέωση να αποζημιώσει τη σύζυγο, τα παιδιά του, τους γονείς του και τα αδέλφια του.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει θάνατος, αν έχει βλαφτεί το σώμα ή η υγεία προσώπου από το ατύχημα, η αποζημίωση περιλαμβάνει όλα τα κονδύλια που απαιτήθηκαν για τη νοσηλεία και ό,τι θα ξοδέψει στο μέλλον το θύμα για την αποκατάσταση της υγείας του, για τις μετακινήσεις του από και προς το νοσοκομείο, η αμοιβή συνοδού, η αγορά π.χ. αναπηρικού αμαξιδίου, καθώς και τα εισοδήματα που θα στερηθεί το πρόσωπο λόγω αδυναμίας του να εργαστεί, οποιαδήποτε μείωση των εσόδων ή της περιουσίας του από το ατύχημα, και τη μελλοντική περιουσιακή ζημία λόγω της αδυναμίας άσκησης του ιδίου επαγγέλματος εφεξής.
Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη από τα δικαστήρια η ηλικία του, η μέχρι τώρα υγεία και ικανότητές του και ο βαθμός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης. Θεωρείται π.χ. στην περίπτωση πιανίστα που ακρωτηριάστηκε το χέρι του, ότι η αναπηρία επιδρά σφόδρα στο μέλλον του, ή π.χ. σε περίπτωση νέας γυναίκας που της προκλήθηκε χωλότητα λόγω ατυχήματος, ότι επιδρά ιδιαίτερα στην δυνατότητά της να ανεύρει μελλοντικά σύζυγο, επειδή λόγω της χωλότητας εμφανίζεται λιγότερο ελκυστική στο άλλο φύλο.
Ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Το κονδύλιο αυτό αποσκοπεί στην ψυχική ανακούφιση των θιγομένων προσώπων και όχι στην πλήρη αποζημίωση, η οποία δεν είναι ούτως ή άλλως τις περισσότερες φορές δυνατή, καθώς δεν γίνεται π.χ. σε περίπτωση θανάτου να ξαναέλθει στη ζωή ο εκλιπών.
Παράλληλα, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίστηκε με σύμβαση μεταξύ του υπαιτίου του ατυχήματος και των δικαιούχων ή αν οι δικαιούχοι πρόλαβαν να επιδώσουν την αγωγή αποζημίωσης στον υπαίτιο πριν το θάνατο του παθόντος.
Οι ανωτέρω απαιτήσεις παραγράφονται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την ζημιογόνο πράξη.